προυργου

προυργου
    προὔργου
    v. l. προέργου adv. [из πρὸ ἔργου] целесообразно, полезно, кстати
    

(π. τι δρᾶν Arph. или ποιεῖν Xen., Plat.)

    τὴ τῶν π. Thuc. — нечто существенное;
    οὐδὲν π. ἐστί Plat. — ни к чему, незачем;
    π. εἶναι εἴς или πρός τι Plat. — быть полезным (важным) для чего-л.;
    π. ἐς ἀλκέν σῶμ΄ ὅπλοις ἠσκήσατο Eur. — он правильно поступил, вооружившись на бой;
    προὐργιαίτερον τὸ ἑαυτῶν ποιεῖσθαι Thuc. — думать прежде всего о своей пользе


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προυργου" в других словарях:

  • προὔργου — serving for indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύργου — προὔργου serving for indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύργου — και προέργου Α 1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῑν», Αριστοφ. β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.) 2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ… …   Dictionary of Greek

  • προυργιαίτερον — προὔργου serving for masc acc sg προὔργου serving for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προὐργιαιτέρων — προὔργου serving for fem gen pl προὔργου serving for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προὐργιαίτερον — προὔργου serving for masc acc sg προὔργου serving for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυργιαίτερα — προὔργου serving for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυργιαίτερος — προὔργου serving for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προὐργιαιτέρῳ — προὔργου serving for masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προὐργιαίτερα — προὔργου serving for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προὐργιαίτερος — προὔργου serving for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»